πείραγμα

πείραγμα
τό
1) поддразнивание; подшучивание; 2) насмешка, колкость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πείραγμα" в других словарях:

  • πείραγμα — το [πειράζω] (κυριολ. και μτφ.) 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πειράζω 2. το άγγιγμα, η ψαύση («και το παραμικρό πείραγμα μαραίνει τα λουλούδια») 3. πράξη ή λόγος με τον οποίο ενοχλεί, πειράζει ή θέλει να πειράξει κανείς κάποιον 4. αστεϊσμός …   Dictionary of Greek

  • πείραγμα — το 1. η ενέργεια και αποτέλεσμα του πειράζω. 2. ενόχληση με λόγια ή πράξεις, αστεϊσμός: Πολλά άτομα δε δέχονται πειράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγγιασμα — και άγγιαγμα, το [αγγιάζω] 1. άγγιγμα, επαφή 2. προσβολή, πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • έγγισμα — το 1. το άγγιγμα, η επαφή 2. το πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • έψιασμα — το και πληθ. εψιάσματα και ψιάσματα, τα [ἑψιῶμαι] αστείο πείραγμα με λόγια …   Dictionary of Greek

  • αγγρισμός — ο (Μ ἀγγρισμός) [αγγρίζω] ερέθισμα, ενόχληση, πείραγμα νεοελλ. (για ζώα) γενετήσιος οργασμός …   Dictionary of Greek

  • ανέγγιαχτος — η, ο (και ιχτος και ιγος) άθικτος, απείραχτος 2. αυτός που δεν ανέχεται, δεν σηκώνει πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • δήγμα — το (AM δῆγμα) [δάκνω] δάγκωμα, δαγκωνιά νεοελλ. 1. απλό κέντρισμα, τσίμπημα από Έντομο («δήγμα κουνουπιού») 2. ύπουλη βλάβη, απλό πείραγμα μσν. πόνος, οδύνη αρχ. 1. η ποσότητα την οποία μπορεί κάποιος να δαγκώσει 2. φρ. «δῆγμα λύπης» λύπη που… …   Dictionary of Greek

  • δαιμόνισμα — το [δαιμονίζω] 1. το να δαιμονίζει κανείς κάποιον 2. το να είναι κάποιος δαιμονισμένος 3. το συνεχές, ενοχλητικό πείραγμα …   Dictionary of Greek

  • δηγμός — δηγμός, ο (Α) [δάκνω] 1. το δήγμα, το δάγκωμα 2. έντονος, δυνατός πόνος («ἐν τῆ κοιλίᾳ δηγμὸν ποιεῑ καὶ δυσεντερίαν», Θεόφρ.) 3. πνευματική θλίψη, ψυχικό πλήγμα («ὁ γὰρ ἐκ τῶν τοιούτων ἀναλογισμῶν δηγμὸς αἱμάσσει τὴν μνήμην», Πλούτ.) 4. (για τον… …   Dictionary of Greek

  • διαβόλισμα — το [διαβολίζω] η ενόχληση, το πείραγμα, η εξερέθιση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»